Ο Δήμος Διρφύων-Μεσσαπίων οριοθετείται μεταξύ του Ευβοϊκού Κόλπου και του Αιγαίου Πελάγους, στην Κεντρική Εύβοια, καταλαμβάνοντας έκταση 779.86 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Απαριθμεί δύο (2) δημοτικές ενότητες, πρωτεύουσες των πρώην δήμων Μεσσαπίων και Διρφύων και είκοσι πέντε (25) τοπικές κοινότητες-οικισμούς.
Η πρωτεύουσα του δήμου είναι τα Ψαχνά με πληθυσμό 5.990 (απογραφή 2011).
Ο συνολικός πληθυσμός του δήμου, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ανέρχεται σε 19.700 κατοίκους.
Εδώ θα συναντήσετε διάσπαρτους ενετικούς πύργους, βυζαντινούς ναούς και αγροτικά χωριά που αγκιστρώνονται σε δύσβατα φαράγγια και άλλα που απλώνονται σε μαγευτικές παραλίες, προλογίζοντας δεκάδες φυσιολατρικές διαδρομές.
Στη γόνιμη γη ο κάμπος των Ψαχνών, που ανθίζει ανάμεσα σε δύο θάλασσες, είναι δε τόσο εύφορος και «δίνει» τα καλούδια του 3 φορές το χρόνο. Διαρρέεται από τον Μεσσάπιο ποταμό και δανείζει το μισό όνομα στον δήμο. Το άλλο μισό το χρωστά στη Δίρφυ, που απ’ το ανάστημα και μόνο το αξίζει δικαιωματικά. Στη Δύση ο Ευβοϊκός, στον αντίποδα γραφικά ακρογιάλια που γκρεμίζονται στο Αιγαίο. Σαν «ένα» πορεύονται και συνθέτουν στο διάβα σου ένα απαράμιλλο σύνολο που προκαλούν κατάπληξη και δέος.
Η Στενή θεωρείται το απόλυτο θέρετρο της Κεντρικής Εύβοιας. Χωρίζεται σε Κάτω και Άνω και στριμώχνεται σε μια ρεματιά που σπάει Δίρφυ και Ξεροβούνι στα δύο. Ιδανικό μέρος για τον απαιτητικό ταξιδιώτη! Εδώ βρίσκεις ονομαστές ταβέρνες με ντόπια εδέσματα, ξενοδοχεία, τη «βρύση του γιατρού» που τρέχει γάργαρο νερό για τους ντόπιους και τους διαβάτες, το παρακείμενο δάσος με τα μονοπάτια, τα έλατα και τις καστανιές.
Πολύ κοντά στη Στενή βρίσκεται το χωριό Λούτσα. Το έτος 2014 ιδρύθηκε το Περιβαλλοντικό Κέντρο Εκπαίδευσης, το οποίο με τη λειτουργία του θα δημιουργήσει νέα δεδομένα για τον τόπο, αφού θα αναδεικνύονται οι αξίες της αγάπης για το περιβάλλον και θα αναπτυχθούν στάσεις και συμμετοχικές συμπεριφορές που θα συμβάλλουν στην προστασία της οικολογικής ισορροπίας και της ποιότητας ζωής.
Οι κάτοικοι δραστηριοποιούνται και στους τρεις (3) τομείς της οικονομίας (πρωτογενής-δευτερογενής και τριτογενής).
Στην πεδινή έκταση ασκείται κυρίως η αγροτική παραγωγή με πολλαπλές καλλιέργειες, όπως κηπευτικά, πατάτα, καρότο, ελαιοκαλλιέργεια κ.λ.π. και η παραγωγή λευκού κρέατος (πτηνοτροφία-χοιροστάσια).
Στην ορεινή περιοχή η ενασχόληση των κατοίκων εστιάζεται κυρίως στον πρωτογενή και τριτογενή τομέα. Στην πρωτογενή παραγωγή δραστηριοποιούνται οι ρητινοκαλλιεργητές, οι παραγωγοί μελιού, οι υλοτόμοι, οι κτηνοτρόφοι, οι συλλέκτες αρωματικών φυτών, οι παραγωγοί μανιταριών κ.λ.π.
Στον τριτογενή τομέα και κυρίως στην παραδύρφια περιοχή και ως τις παραλίες η επαγγελματική ενασχόληση είναι η εστίαση και τα καταλύματα (ξενοδοχεία-δωμάτια).
Ο δευτερογενής τομέας αναπτύσσεται κυρίως στην πεδινή περιοχή με βασική παραγωγική δραστηριότητα, αυτής της μεταποίησης κυρίως στο διατροφικό περιβάλλον.
Στον ορεινό όγκο επίσης, υπάρχει έντονη δραστηριότητα εξόρυξης του σιδηρονικελιούχου μεταλλεύματος.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η προέλευση του ονόματος
Το όνομα Μεσσαπία κατά μία εκδοχή οφείλεται στους προϊστορικούς χρόνους, λόγω της έλευσης και ίσως κατοίκησης των Μεσσάπιων, λαό που έλκει την καταγωγή του από την περιοχή της νότιας Ιταλίας, την σημερινή Απουλία. Κατ’ άλλους λαογράφους η ονομασία προέρχεται από το ποταμό Μεσσάπιο που γεωγραφικά βρίσκεται περίπου στο μέσον της Εύβοιας κάτι που όμως δεν είναι σωστό.
Προϊστορικοί χρόνοι
Συστηματική και ιδιαίτερα πυκνή ήταν η κατοίκηση της Ευβοϊκής Μεσσαπίας κατά τη Νεολιθική εποχή (5.000-3.000) και αυτή της Χαλκοκρατίας (3.000-1.100 π.χ.), όπως μαρτυρεί ο μεγάλος αριθμός προϊστορικών οικισμών, των οποίων ίχνη έχουν εντοπιστεί σε διάφορες θέσεις της πεδιάδας. Υπολογίζεται ότι κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (3.000-2.100 π.χ.), ο πληθυσμός της Μεσσαπίας αντιστοιχούσε στο ένα πέμπτο, περίπου, του πληθυσμού ολόκληρης της Εύβοιας. Σε αυτή, την εποχή ανήκουν δύο εξαιρετικής τέχνης κύπελλα, ένα χρυσό και ένα αργυρό, τα οποία έχουν βρεθεί στην περιοχή της Μακρυκάπας και φυλάσσονται σήμερα στο μουσείο Μπενάκη.
Βυζαντινοί-Μεσαιωνικοί χρόνοι
Μακρά περίοδο ανάπτυξης γνώρισε η περιοχή της Μεσσαπίας κατά τους βυζαντινούς χρόνους (4ος-14ος αιων.), κατά τους οποίους εκτός του φυσικού της πλούτου, αξιοποιήθηκε επαρκώς και η στρατηγική γεωγραφικά θέση της. Σε μικρή απόσταση βόρεια των Ψαχνών, σώζονται σήμερα τα ερείπια του επιβλητικού κάστρου της όψιμης Μεσοβυζαντινής περιόδου (8ος-11ος αιων), το οποίο στις αρχές του 13ου αιώνα περιήλθε στους Φράγκους και ταυτίζεται πιθανώς με το ιστορούμενο φρούριο Holorita. Σημαντικός είναι δε ο αριθμός των πύργων που χτίστηκαν στα χρόνια της Λατινοκρατίας (13ος-14ος αιων.), λείψανα των οποίων ευρίσκονται σε καίρια σημεία στο εσωτερικό και την περιφέρεια της πεδιάδας. Πολλοί, επίσης, είναι οι σωζόμενοι ναοί και οι αρχαιότητες, που χρονολογούνται από την Παλαιοχριστιανική ήδη εποχή έως και τη Μεταβυζαντινή.
Νεότεροι χρόνοι
Στις αρχές της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τα Οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 1474, υπήρχαν στη Μεσσαπία 11 μεσαιωνικοί οικισμοί, οι 8 εκ των οποίων διατηρούν τα ίδια ονόματα μέχρι σήμερα.
Κατά το πρώτο χρόνο της επανάστασης, οι Ευβοείς οπλαρχηγοί Αγγελής Γοβιός και Κώτσος Δημητρίου συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στη Μεσσαπία και έδωσαν ηρωική μάχη στη θέση Βρυσάκια Ψαχνών (Ιούλιος 1821), κατατροπώντας το στρατό του Ομέρ Βρυώνη. Τον επόμενο χρόνο, οι δύο οπλαρχηγοί και τα παλικάρια τους έπεσαν μαχόμενοι στον κάμπο της Μεσσαπίας, ύστερα από ενέδρα των Τούρκων οι οποίοι, σύμφωνα με κάποιους λαογράφους, είχαν ειδοποιηθεί για τη διέλευση των παλικαριών από κάποιους καταδότες πιθανόν Έλληνες, στη θέση Δύο Βουνά (Μάρτιος 1822).
Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού κράτους, ιδρύθηκε το 1835 ο Δήμος Μεσσαπίων με έδρα τη Καστέλλα, στην οποία δόθηκε προσωρινά το όνομα Μεσσάπιον, και ένα χρόνο αργότερα η έδρα του δήμου μεταφέρθηκε στα Ψαχνά.